ἐξισώσῃς

ἐξισώσῃς
ἐξισάζω
make equal
fut part act fem dat pl (epic)
ἐξισόω
make equal
aor subj act 2nd sg
ἐξισόω
make equal
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • μιγαδικοί αριθμοί — Αριθμοί που αποτελούνται από πραγματικές και φανταστικές μονάδες. Είναι γνωστό ότι η εξίσωση αx = β (πρώτου βαθμού), όπου α, β είναι ρητοί αριθμοί και α ≠ 0, έχει μία και μόνο μία λύση. Αυτό ισχύει, γενικότερα, και στην περίπτωση, που οι α, β… …   Dictionary of Greek

  • αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… …   Dictionary of Greek

  • ολοκλήρωμα — Έστω f μια πραγματική συνάρτηση της πραγματικής μεταβλητής x, ορισμένη σε ένα κλειστό διάστημα, έστω I, με άκρα του α, β (α < β). Υποθέτουμε ότι η συνάρτηση f είναι φραγμένη, δηλαδή ότι υπάρχει κάποιος k ≥ 0, έτσι ώστε να ισχύει f(x ≤ 0), για… …   Dictionary of Greek

  • αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… …   Dictionary of Greek

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • ασύμμετρος — Αυτός που δεν έχει συμμετρία, αυτός που είναι δυσανάλογος προς κάτι ή προς τα μέρη του. Στη γεωλογία, α. πτυχή λέγεται η πτυχή της οποίας το αξονικό επίπεδο δεν είναι κατακόρυφο. Στα μαθηματικά, α. αριθμός είναι ο άρρητος αριθμός. α. μεγέθη. Ας… …   Dictionary of Greek

  • τετράγωνο — Στη γεωμετρία είναι ένα τετράπλευρο με ίσες πλευρές και ίσες γωνίες, δηλαδή ορθές. Το τ. έχει διαγωνίους ίσες και κάθετες· αντίστροφα, ένα παραλληλόγραμμο είναι τ., όταν έχει ίσες και κάθετες διαγωνίους. Στην αριθμητική, το τ. ενός αριθμού είναι… …   Dictionary of Greek

  • τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • Καρντάνο, Τζερόλαμο — (Gerolamo Cardano, Παβία 1501 – Ρώμη 1576). Ιταλός μαθηματικός, γιατρός και φιλόσοφος. Σπούδασε στην Παβία, στο Μιλάνο και στην Πάντοβα. Η φήμη του διαδόθηκε όταν ανέλαβε (1534) να διδάξει μαθηματικά και αστρονομία στις αυλικές σχολές και κυρίως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”